Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας

Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας

Οι εκτεταμένες ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο έθεσαν, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, την άμεση ανάγκη φύλαξης του πολύ μεγάλου αριθμού των σημαντικών ευρημάτων που ήλθαν στο φως, καθώς και της έκθεσής τους. Αρχικά, ως χώρος αποθήκευσης χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση εκτός του αρχαιολογικού χώρου, καθώς και κάποια από τα σπίτια του χωριού της Ελευσίνας που είχαν παραμείνει στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου.

Το πρώτο κτήριο που οικοδομήθηκε για να στεγαστούν και να εκτεθούν τα ευρήματα του Ιερού, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα  Ιωάννη Μούσση, θεμελιώθηκε το 1889 στο νότιο άκρο του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και παραδόθηκε στα μέσα του 1890. Πρόκειται για το «Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας», ένα από τα παλαιότερα μουσεία στον ελλαδικό χώρο, ένα λιθόκτιστο, ισόγειο κτήριο που αποτελείται από πέντε αίθουσες σε παρατακτική κάτοψη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 προστίθεται μία έκτη αίθουσα στο δυτικό τμήμα του και πραγματοποιείται η πρώτη ανακατάταξη του εκθεσιακού του περιεχομένου.

Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των εκθεμάτων που στεγάζει, τα σημαντικότερα από τα οποία μεταφέρονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Τα ογκώδη παραμένουν στις αίθουσες προστατευμένα με σάκους από χώμα, ενώ τα μικρότερα συσκευάζονται και κρύβονται στο εσωτερικό μιας αρχαίας δεξαμενής που βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο. Με το τέλος του πολέμου γίνεται η αποκατάσταση των φθορών του κτηρίου και η επανέκθεση των αντικειμένων. Ακολούθησαν διάφορες αλλαγές και προσθήκες στο εσωτερικό του, με κυριότερη την παρουσίαση της κεραμικής που προερχόταν από τις ανασκαφές στο «Δυτικό Νεκροταφείο», καθώς και των μεγάλων γύψινων προπλασμάτων του Ιερού (μακέτες) που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τραυλός. Η τελευταία επέμβαση πραγματοποιήθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1999 που έπληξε και το μουσείο. Εκτός από την αποκατάσταση των ζημιών, έγινε μερική ανακαίνιση στο κτήριο, εγκαταστάθηκε σύστημα κλιματισμού καθώς και νέος φωτισμός.

Η συλλογή εκθεμάτων του Μουσείου περιλαμβάνει κυρίως ευρήματα που προέρχονται από τις ανασκαφές στο χώρο του Ιερού της Δήμητρας και Κόρης, και δευτερευόντως ταφικό υλικό από το λεγόμενο Δυτικό Νεκροταφείο, την κυριότερη νεκρόπολη της Ελευσίνας, και από το Νότιο Νεκροταφείο, μια εκτεταμένη νεκρόπολη των πρώιμων Ιστορικών χρόνων στη νότια κλιτύ της ακρόπολης.

Τα αρχαιολογικά εκθέματα χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Σημαντικό μέρος του υλικού καταλαμβάνει η κατηγορία των λίθινων και μαρμάρινων εκθεμάτων, ποικίλων διαστάσεων. Σε αυτά ανήκουν έργα πλαστικής που ταυτίζονται με αφιερώματα ανατεθειμένα στο Ιερό σε διάφορες εποχές, ενώ λιγότερα είναι τα επιτύμβια σήματα από τις νεκροπόλεις. Τα λίθινα ιδιαίτερου μεγέθους είναι κυρίως αρχιτεκτονικά μέλη και προέρχονται από μνημειακά οικοδομήματα του Ιερού.

Πολυάριθμη είναι επίσης η κατηγορία των κεραμικών και πήλινων αντικειμένων, η οποία περιλαμβάνει αφιερώματα και τελετουργικά σκεύη του Ιερού αλλά και κτερίσματα από τάφους του Δυτικού και Νότιου Νεκροταφείου, διαφόρων ειδών και εποχών.

Οι υφιστάμενες περιορισμένες χωρικές και κατά συνέπεια λειτουργικές δυνατότητες του κτηρίου και η πεπαλαιωμένη μουσειολογικά και μουσειογραφικά παρουσίαση του υλικού της συλλογής ήταν οι κύριοι λόγοι που επέβαλαν τον επανασχεδιασμό της μόνιμης έκθεσής του, σύμφωνα με τις σύγχρονες μουσειολογικές – μουσειογραφικές αντιλήψεις, με την ανάθεση από την Εφορεία το 2018 εκπόνησης μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης.

Λαμβάνοντας υπόψη την οργανική σχέση του Μουσείου με τον αρχαιολογικό χώρο, το Μουσείο χαρακτηρίζεται ως «μουσείο χώρου» και συνδέεται χωρικά, λειτουργικά και ως προς το εκθεσιακό περιεχόμενό του με τον αρχαιολογικό χώρο. Ο νοηματικός σχεδιασμός της επανέκθεσης βασίζεται στην ιδέα της μυστηριακής ελευσινιακής λατρείας. Η λατρεία και ο ιερός χώρος τέλεσής της υπήρξε κατά την αρχαιότητα, αλλά και στους νεότερους χρόνους, το «συγκριτικό πλεονέκτημα» της πόλης της Ελευσίνας· ένα θέμα που την ανέδειξε σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και το οποίο συνέβαλε στη δημιουργία διακριτής τοπικής ταυτότητας. Η επανέκθεση έχει άρα σαφή θεματικό προσανατολισμό, και οι εκθεσιακές ενότητες που αναπτύσσονται παρουσιάζουν όψεις και θέματα της ελευσινιακής λατρείας και οργανώνονται σε δύο θεματικούς άξονες: «Ελευσίνα: η πόλη γύρω από το Ιερό» και «Τα Μεγάλα Μυστήρια».

Ως συνέχεια της εγκεκριμένης το 2019 «Μουσειολογικής – Μουσειογραφικής μελέτης επανέκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας», ακολούθησε η εκπόνηση «Μελέτης Εφαρμογής για την Επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ελευσίνας». Η εγκεκριμένη μελέτη εφαρμογής έχει ως αντικείμενο τον αναλυτικό προσδιορισμό και τη σχεδιαστική αποτύπωση των χωρικών και κατασκευαστικών παραμέτρων που απαιτούνται για την υλοποίηση του νοηματικού εκθεσιακού σχεδιασμού και περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την τεχνική περιγραφή όλων των κατασκευών (μουσειακών κατασκευών, προθηκών, υποβάσεων εποπτικού υλικού, βάσεων αρχαίων εκθεμάτων, πάσης φύσεως στηριγμάτων  και αναρτήσεων κλπ.). Επιπλέον,  ενσωματώνει τα δεδομένα των συνοδών μελετών που συνθέτουν το περιβάλλον προστασίας και ανάδειξης των εκθεμάτων της επανέκθεσης.

Έχουν ήδη διενεργηθεί από την Εφορεία ποικίλες πρόδρομες εργασίες για την προετοιμασία της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου, το κόστος υλοποίησης της οποίας έως του ποσού των 500,000€, θα αναλάβει το Ίδρυμα Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου.

Print
3869

Theme picker

image


Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής είναι Περιφερειακή Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

Back To Top